Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

Το ατέλειωτο «εξεταστήριο» της ωριαίας διδασκαλίας (παλαιότερα) στο Γυμνάσιο


1

 Και ενώ οι σύγχρονες απόψεις της διδακτικής μεθοδολογίας επισημαίνουν ότι η παράδοση του νέου μαθήματος πρέπει να καλύπτει το 45λεπτο της διδακτικής ώρας και το πολύ 5 - 8 λεπτά να διατίθεται για εξέταση του προηγούμενου, δίνοντας μεγάλη βάση στην προσφορά, επεξεργασία και εφαρμογή του νέου, οι μνήμες μου από τη Γυμνασιακή μου περίοδο, κυρίως, έρχονται να ανατρέψουν αυτά τα σύγχρονα δεδομένα. Πώς όμως  γίνεται αυτή η ανατροπή; Ασφαλώς, με αυτά που αναφέρω παρακάτω.
Η πρώτη ενέργεια του εκπαιδευτικού ήταν να εξετάσει οπωσδήποτε το προηγούμενο μάθημα. Αμέσως, λοιπόν,  3 – 4 μαθητές ήταν όρθιοι στο «εξεταστήριο» του πίνακα, για να διαπιστωθεί αν οι γνώσεις τους για το τρέχον μάθημα ήταν επαρκείς και σε ποιο βαθμό. Και αν αυτό συνέβαινε, θα έλεγα ότι ήταν το σύνηθες, γιατί υπήρχαν περιπτώσεις που η ουρά των όρθιων δεν χωρούσε στην τάξη και έτσι μερικοί των μαθητών καθόντουσαν στο παγκάκι του υπόστεγου και περίμεναν τη σειρά τους.
Δεν ξεχνώ την αγωνία που ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των συμμαθητών μου, καθώς ο Καθηγητής γύριζε τα φύλλα του καταλόγου ψάχνοντας να βρει τα ονόματα αυτών που θα εξετάσει. Το αποκορύφωμα της αγωνίας ήταν, όταν διαπίστωνες ότι το όνομά σου προσπεράστηκε (ο κατάλογος ήταν κατά αλφαβητική σειρά), αλλά ξαφνικά τα φύλλα του καταλόγου άρχιζαν να γυρίζουν προς τα πίσω. Άκουγες τότε τους χτύπους της καρδιά σου τόσο έντονα στα αυτιά σου.
Πόσο όμως διαρκούσε αυτή η εξέταση; Τα 25 λεπτά ήταν το λιγότερο και το μέγιστο 30’ και έτσι μόνο το 15 - 20’ ήταν για τη διδακτική προσέγγιση του νέου, το οποίο γινόταν δια διηγήσεως.
Και ερωτώ: Ποια ήταν τα αποτελέσματα της μάθησης;
Θετικά, όμως για περιορισμένο χρονικό διάστημα, γιατί η μνήμη δεν μπορούσε να συγκρατήσει τις νέες πληροφορίες, αφού αυτές δεν συσχετίζονταν με τις προϋπάρχουσες γνώσεις και η ελλιπής επεξεργασία εμπόδιζε την κατανόηση των εννοιών σε βάθος.   
Και όμως μάθαινες, έτσι τουλάχιστον φαίνεται από την σημερινή πραγματικότητα. Μα η σύγχρονη ψυχολογία της μάθησης μας πληροφορεί ότι όλοι δυνητικά μαθαίνουν. Αλλά πού είναι η διαφορά; Στο πόσο γρήγορα μαθαίνουν, τι μέρος της προσφερόμενης πληροφορίας αφομοιώνουν και πόση νοητική ενέργεια καταναλώνουν κατά τη διαδικασία της μάθησης. Ψιλά γράμματα ή εκεί βρίσκεται η ουσία των πραγμάτων;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου