Το σχολείο, για να παραμείνει ένα ζωντανό κύτταρο μιας κοινωνίας που συνεχώς μεταβάλλεται, μιας κοινωνίας όπου η γνώση γρήγορα απαξιώνεται και η πληροφορία μεταδίδεται με πολύ μεγάλη ταχύτητα εξαιτίας της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας, πρέπει να φροντίσει να καταρτίσει προγράμματα σπουδών τα οποία θα καταστήσουν τους αυριανούς πολίτες της κοινωνίας ικανούς να αναλύουν, να συνθέτουν, να εκτιμούν, να συγκρίνουν, να ταξινομούν, να εφευρίσκουν επιχειρήματα (Τριλιανός, 1997, Καραντζής, 2018), να αμφισβητούν και να συζητούν λογικά. Γενικά, να στέκονται κριτικά και δημιουργικά σε δύσκολες κοινωνικές καταστάσεις και ακόμα να μάθουν «πώς να μαθαίνουν», διατηρώντας την αυτονομία τους ως ελεύθερα σκεπτόμενα άτομα της κοινωνίας όπου ζουν και εργάζονται (Πόρποδας, 2002).
Η σύγχρονη Ψυχολογία της Μάθησης, από την άλλη πλευρά, αναφέρει ότι ο μαθητής, για να κατανοήσει και να οικοδομήσει την προσφερόμενη γνώση, αλλά και για να είναι σε θέση να την εφαρμόσει μεταφέροντάς την σε νέες καταστάσεις, πρέπει να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στη μάθηση ενεργοποιώντας τις ανώτερες λειτουργίες της νόησης.
Με δεδομένες αυτές τις θέσεις ο Γιάννης Μηχαηλίδης με το πρόσφατο εκδοθέν πόνημά του από τις εκδόσεις Επίκεντρο με τίτλο «Διδάσκοντας την κριτική σκέψη στο Δημοτικό Σχολείο: Πράξη και θεωρία» έρχεται να παρουσιάσει τις επιστημονικές απόψεις του για τη διδασκαλία της κριτικής σκέψης στο δημοτικό σχολείο θεμελιώνοντάς τες σε μια πλούσια ελληνική και ξένη βιβλιογραφία.
Πρόκειται για ένα βιβλίο πολύ χρήσιμο σε κάθε εκπαιδευτικό που επιθυμεί (είναι χρέος του άλλωστε) να βοηθήσει τους μαθητές του να καλλιεργήσουν τις ανώτερες γνωστικές τους λειτουργίες (Κριτική και δημιουργική σκέψη και το «μεταγιγνώσκειν»).
Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται μόνο στη θεωρητική ανάλυση του θέματος (που αυτή άλλωστε είναι πολύ αναγκαία γιατί ο σημερινός εκπαιδευτικός πρέπει να έχει επιστημονική ταυτότητα) αλλά και προτείνει διδακτικές προσεγγίσεις. Θεωρώντας ως πρωταρχικό στοιχείο ανάπτυξης της κριτικής σκέψης το επιχείρημα, προτείνει τρόπους, που ο μαθητής θα μιλά, θα εντοπίζει επιχειρήματα στον προφορικό και γραπτό λόγο και θα γράφει επιχειρήματα χρησιμοποιώντας διάφορους κειμενικούς δείκτες.
Αναλύοντας στη συνέχεια το Μοντέλο της Κριτικής Σκέψης (ΜΚΣ) o συγγραφέας επισημαίνει ότι πρωταρχικό μέλημα του εκπαιδευτικού είναι να αυξήσει τη κριτική διάθεση και παρρησία των μαθητών, ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες να σκεφτούν κριτικά και να αποκτηθεί στην τάξη κουλτούρα κριτικής σκέψης. Επίσης, είναι απαραίτητο να εμπλέξει τους μαθητές του σε δραστηριότητες που καλλιεργούν το «μεταγιγνώσκειν» (Κωσταρίδου - Ευκλείδη, 2005, 2011). Να γίνουν, δηλαδή, ικανοί να παρακολουθούν την πορεία των σκέψεών τους, να παρεμβαίνουν σε αυτή, να συντονίζουν και γενικά να αυτορρυθμίζουν τις γνωστικές λειτουργίες τους.
Σαν συνέπεια όλων αυτών των προϋποθέσεων στη διδασκαλία κάθε μαθήματος και στη φάση της επεξεργασίας της νέας ενότητας πρέπει οι μαθητές να απαντούν πέρα από τις ερωτήσεις που οι μαθητές ανακαλούν από τη μνήμη τις βασικές γνώσεις του μαθήματος (οι γνώσεις είναι απαραίτητες) και σε αυτές που αποσκοπούν στην οργάνωση, ανάλυση και υπέρβαση των δεδομένων (αιτίες, αφορμές, κρίσεις, αξιολογήσεις, χαρακτηρισμοί κ.λπ.). Ως εφαρμογή όλων αυτών των τεχνικών ο συγγραφέας χρησιμοποιεί παραδείγματα από όλα τα μαθήματα που διδάσκονται στο δημοτικό σχολείο.
Εν κατακλείδι, συγχαίρω θερμά τον Γιάννη Μιχαηλίδη για το εξαιρετικό πόνημά του και χαίρομαι ιδιαίτερα όταν βλέπω σήμερα νέους εκπαιδευτικούς, όπως ο Γιάννης Μιχαηλίδης, να εμβαθύνουν σε θέματα εκπαιδευτικής διαδικασίας, προτείνοντας μάλιστα και τρόπους μετασχηματισμού των θεωρητικών απόψεων των επιστημών της αγωγής σε διδακτικές προσεγγίσεις. Μάλιστα η χαρά μου είναι διπλή που οι δρόμοι μας έχουν συναντηθεί στους χώρους της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, όπου ο Γιάννης αποκτούσε τις βασικές επιστημονικές του γνώσεις.
Γιάννης Δ. Καραντζής
π. Επίκουρος Καθηγητής Παν/μίου Πατρών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου