Το κάθε άτομο σκέφτεται και αντιλαμβάνεται τα πράγματα με τον δικό του τρόπο, έχει διαφορετικούς ρυθμούς στην πραγματοποίηση διαφόρων γνωστικών διαδικασιών και κατά συνέπεια έχει και διαφορετικό αποτέλεσμα στη μάθηση. Σύμφωνα με τις βασικές αρχές της Γνωστικής Ψυχολογίας, ο εκπαιδευτικός οφείλει να προσαρμόσει τη διδασκαλία του με βάση τις γνώσεις που κατέχουν οι μαθητές του, απαντώντας στη βασική απαίτηση της εποχής μας ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στη γνώση.
Έτσι, τα τελευταία χρόνια αναζητήθηκε ένα άλλο μοντέλο διδασκαλίας, που ονομάστηκε διαφοροποιημένη διδασκαλία. Η διαφοροποιημένη διδασκαλία είναι το είδος εκείνο της διδασκαλίας που λαμβάνει σοβαρά υπόψη τη διαφορετικότητα των μαθητών. Ο εκπαιδευτικός με στοχευμένες δραστηριότητες διαβαθμισμένης δυσκολίας στοχεύει στη βελτίωση του μαθησιακού επιπέδου όλων των μαθητών εφαρμόζοντας συνεχώς τη διαμορφωτική αξιολόγηση, προκειμένου να βελτιώσει τις επιδόσεις των μαθητών του. Στόχος του είναι ο κάθε μαθητής εργαζόμενος ατομικά ή ομαδικά ή σε επίπεδο ολομέλειας της τάξης να αποκομίσει και να οικοδομήσει, στο τέλος της εκπαιδευτικής εργασίας, το μέγιστο μερίδιο της γνώσης σύμφωνα με τις ικανότητές του. Με δεδομένο αυτόν τον στόχο ο σημερινός εκπαιδευτικός ευρισκόμενος σε μία ανομοιογενή τάξη όχι μόνο από πλευράς ικανότητας και ετοιμότητας αλλά και από πλευράς ενδιαφερόντων και κουλτούρας, θα του είναι δύσκολο να διευθύνει την εργασία των μαθητών, να την αξιολογεί συνεχώς και να παρέχει συνεχείς ανατροφοδοτήσεις, προκειμένου όλοι οι μαθητές να αποκομίσουν το μερίδιο της γνώσης που τους αναλογεί.
Μια από τις λύσεις βοήθειας που εμφανίζονται στο πεδίο των αναζητήσεών του είναι οι νέες τεχνολογίες, που στην εποχή μας έχουν σημειώσει αισθητή πρόοδο, καθώς μπορούν να οπτικοποιήσουν έννοιες, να προσομοιώσουν καταστάσεις και μέσω της πρόσφατα εμφανιζόμενης Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) να συνθέσουν άπειρα ψηφιοποιημένα δεδομένα, να προτείνουν εξατομικευμένες λύσεις και να μεταφράσουν σε οποιαδήποτε γλώσσα γνώσεις, που με διαφορετικό τρόπο ήταν πολύ δύσκολο να προσεγγιστούν.
Ο Α. Δημητρίου, ομότιμος Καθηγητής Ψυχολογίας και πρόεδρος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών σε ένα πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «Η έξυπνη τάξη στο έτος 2050» (Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 10/9/23, Νέες Εποχές, σελ. 6) θεωρεί ότι στην τάξη του 2050 («έξυπνη τάξη») οι δάσκαλοι θα πρέπει να αλλάξουν ρόλο, αφού θα έχουν στη διάθεσή τους την ΤΝ. Συγκεκριμένα, τονίζει ότι: «οι δάσκαλοι θα πρέπει να καθοδηγούν την έξυπνη τάξη να αναζητά γνώσεις, να κρίνει λύσεις και κρίσεις και να συντονίζεται με την εξατομικευμένη αξιολόγηση και μάθηση». Σε άλλο σημείο του άρθρου του σημειώνει: «Στον νέο κόσμο της ΤΝ η γραφή και η ανάγνωση δεν θα είναι κυρίαρχες, γιατί οι ιδέες μεταφράζονται από το ένα συμβολικό σύστημα αυτόματα: η γραφή γίνεται προφορικός λόγος ή εικόνες και αντίστροφα και έτσι σοβαρά προβλήματα μάθησης, όπως η δυσλεξία, δεν θα παρεμβαίνουν στη μάθηση».
Δεν παραγνωρίζουμε ότι θα συμβούν τέτοιες εξελίξεις, γιατί κοινωνικές, οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές έφεραν πάντα αλλαγές στην εκπαίδευση. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι πολλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι ένας από τους τομείς που θα εφαρμοστεί προνομιακά η τεχνητή νοημοσύνη είναι η εκπαίδευση. Συγκεκριμένα οι τομείς αυτοί μπορεί να είναι «από την επεξεργασία της γλώσσας έως την αυτοματοποίηση της έρευνας και από την εξατομίκευση της διδασκαλίας έως την ταχύτητα της παρεχόμενης γνώσης. Η ΤΝ θα φέρει μια μείζονα αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε, διδάσκουμε και επικοινωνούμε» (Κ. Κωστίου & Γ. Παπαθεοδώρου, 2023, Στοχαστικοί παπαγάλοι, @UP περιοδική έκδοση Παν/μίου Πατρών, τ. 13, σ. 5).
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι αυτές οι εξελίξεις των νέων τεχνολογιών και της ΤΝ έρχονται να βελτιώσουν σε σημαντικό βαθμό τη διαφοροποιημένη διδασκαλία στη σχολική τάξη και να βοηθήσουν τον δάσκαλο να επιλέγει εναλλακτικές και διαβαθμισμένες δραστηριότητες, να τις αξιολογεί άμεσα με στόχο πάντοτε οι μαθητές να αποκτούν το μέγιστο μερίδιο της γνώσης σύμφωνα με τις ικανότητές τους.
Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι: Επιφυλάξεις δεν υπάρχουν γι’ αυτήν την ταχεία υιοθέτηση ψηφιακών εργαλείων μάθησης καθώς και την επέκτασή τους σε τομείς που μπορεί να υπάρξει απώλεια ανθρώπινης ικανότητας, όπως στον τομέα της ανάγνωσης, της γραφής, της ανάπτυξης της κριτικής και δημιουργικής σκέψης των μαθητών;
Ασφαλώς και υπάρχουν. Ήδη η Unesco σε έκθεσή της τον περασμένο Αύγουστο απηύθυνε επείγουσα έκκληση στις χώρες για την κατάλληλη χρήση της τεχνολογίας στην εκπαίδευση προειδοποιώντας ότι η τεχνολογία θα πρέπει να εφαρμόζεται με τρόπο που να μην αντικαθιστά ποτέ την προσωπική διδασκαλία υπό την καθοδήγηση του δασκάλου και να υποστηρίζει τον κοινό στόχο της ποιοτικής εκπαίδευσης για όλους» (https://typos-i.gr/article/soyhdia-epistrofh-sthn-entyph-grafh-kai-anagnwsh, Σουηδία: Επιστροφή στην έντυπη γραφή και ανάγνωση», 11/9/23).
Η προτροπή αυτή της Unesco βασίζεται και στα αποτελέσματα πρόσφατών επιστημονικών ερευνών που υποστηρίζουν ότι π.χ «κατά τη διάρκεια της γραφής με το χέρι ενεργοποιούνται στον εγκέφαλο νευρωνικά κυκλώματα, τα οποία παραμένουν αδρανή κατά τη διάρκεια της πληκτρολόγησης». Επίσης, με την ανάπτυξη της ΤΝ υπάρχουν ερευνητές που υποστηρίζουν ότι υπάρχει κίνδυνος οι αλγόριθμοι να αντικαταστήσουν την κριτική και δημιουργική σκέψη και η ανάγνωση θα περιοριστεί μόνο από τις οθόνες των ΗΥ, εγκαταλείποντας σταδιακά την ανάγνωση των τυπωμένων κειμένων» (Δ. Γαλάνης, Σήμα κινδύνου για το «σβήσιμο» της γραφής, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 10/9/23, σ. Α35).
Από τα παραπάνω τεκμαίρεται ότι η εκπαίδευση δεν μπορεί να αντισταθεί στην εξέλιξη των νέων τεχνολογιών και της ΤΝ, εξέλιξη που θα βοηθήσει τον δάσκαλο να αναβαθμίσει τη διδασκαλία του, όμως σε καμία περίπτωση δεν θα μπορέσει να τον αντικαταστήσει η μηχανή στον ρόλο του ως καθοδηγητή, εμψυχωτή και παιδαγωγό.
Γιάννης Δ. Καραντζής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου