Ο φίλος
Θόδωρος Θανόπουλος, στην εισαγωγή του παρακάτω άρθρου του, που δημοσιεύτηκε στο τριμηνιαίο
Εκπαιδευτικό Περιοδικό «ΑΝΟΙΧΤΟ
ΣΧΟΛΕΙΟ», τεύχος 81/2001, σελ 31, σημειώνει:
«... Ενώ και οι ευνομούμενες κοινωνίες και η καθόλου επιστημονική
εκπαιδευτική κοινότητα και πολιτικές ηγεσίες και διεθνείς οργανισμοί, μέσα από
διασκέψεις και διακηρύξεις έχουν υιοθετήσει, συμφωνήσει και επισημάνει ότι
επιτέλους χρειαζόμαστε ΕΝΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ (Έτος 2013), εν
τούτοις τίποτε "χειροπιαστό" δεν έχει γίνει και δε γίνεται προς
αυτή την κατεύθυνση πέρα από βαρετά ευχολόγια, συνεχόμενες υποσχέσεις και
αόριστες μελλοντολογίες...
Αυτή η πρόταση που από τότε είχα καταθέσει, νομίζω, ότι θα αποτελέσει την
απαρχή, μαζί με την καθολική ευαισθητοποίηση για τα παιδιά με
"αναπηρίες κι ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες", όπου είναι και θα
είναι ζητούμενο, για τη δημιουργία του "οράματος" για ΕΝΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΙΑ
ΟΛΟΥΣ!!!
Υ.Σ.
Αυτή την πρόταση την έκανα, περιληπτικά βέβαια, μέσα και από τις ετήσιες
εκθέσεις του Σχολικού Συμβούλου Ε΄ Περιφέρειας Ε.Α.Ε., που στέλναμε κάθε χρόνο
στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και στο Υπουργείο Παιδείας. Αλλά... "Φωνή
βοώντος..."
«Μαθητές με μαθησιακά προβλήματα κι η εκπαίδευσή τους στο
"κανονικό" σχολείο».
(Μια
πρόταση).
Στην
τριτοβάθμια εκπαίδευση, για τις παιδαγωγικές – καθηγητικές σχολές,
υπήρχε και υπάρχει συγκεκριμένο πλαίσιο σπουδών και μάλιστα σε παλαιότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα (π. χ.
Παιδαγωγικές Ακαδημίες, Σχολές Θετικών Επιστημών κ. ά.) έτσι καθορισμένο, που
να μη μπορεί να καλύψει όλα τα γνωστικά αντικείμενα ή τουλάχιστον να προβλέψει
μορφωτικές ανάγκες αφού η επιστήμη εξελίσσεται, μάλιστα τα τελευταία χρόνια με
γρήγορο ρυθμό και τα δεδομένα συνεχώς
αλλάζουν.
Ο μεγάλος χρόνος που μεσολαβεί για το
διορισμό των εκπαιδευτικών, η ραγδαία εξέλιξη της επιστήμης, οι νέες κοινωνικο
– πολιτιστικές απαιτήσεις, απαξιώνουν τη γνώση και τότε πολύ περισσότερο
χρειάζεται να ενημερωθούν οι εκπαιδευτικοί, να λάβουν επιστημονική κατάρτιση σε παιδαγωγικά θέματα
που δεν προσφέρουν οι αντίστοιχες σχολές των Α. Ε. Ι., να ενημερωθούν όλοι οι
Εκπαιδευτικοί για τα νέα πορίσματα
ερευνών και μελετών των Επιστημών της Αγωγής, να ειδικευτούν σε διάφορες
επιστημονικές περιοχές, να παρασχεθεί στους εκπαιδευτικούς ανατροφοδότηση για
την καθημερινή επαγγελματική τους πρακτική
και τα προβλήματά της, για να μπορούν έτσι να ανταποκρίνονται στις νέες
κοινωνικές κι επιστημονικές απαιτήσεις.
Για όλα αυτά, εμφαντικά κρίνεται το
πόσο αναγκαία είναι η "διά βίου
παιδεία".
Στη σύγχρονη βασική εκπαίδευση, τα
τελευταία χρόνια, δίνεται μεγάλη έμφαση στους μαθητές με "ειδικές"
εκπαιδευτικές ανάγκες. Τα παιδιά αυτά, που παρουσιάζουν ιδιαίτερα μαθησιακά
προβλήματα και προβλήματα συμπεριφοράς, πρέπει να αντιμετωπίζονται με πολλή μεγάλη
ευαισθησία κι ανάλογο ενδιαφέρον.
Η «εχθρική» στάση των παλαιότερων χρόνων
έναντι αυτών των παιδιών, ο αποκλεισμός τους από την όποια εκπαιδευτική
διαδικασία, κι η ιδρυματική περίθαλψή τους μειώνεται και τέλος πάντων, η
ιδεολογία κι η φιλοσοφία που επικρατεί και μέσα από τις τάξεις της Διεθνούς
Κοινότητας και από τις διακηρύξεις και τα κείμενα των παγκοσμίων διασκέψεων
είναι ότι, οι όποιες ατομικές διαφορές των παιδιών, γίνονται δεκτές ως
ιδιαιτερότητες που προκαλούν το ενδιαφέρον μας κι όχι ως αίτια που προκαλούν
τον οίκτο μας.
Η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα δέχεται
ότι, τα παιδιά με "ειδικές" εκπαιδευτικές ανάγκες κι ιδιαίτερα
μαθησιακά προβλήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται μέσα στο φυσικό τους χώρο που
είναι το «συνηθισμένο» σχολείο, με ευθύνη του ίδιου του σχολείου, όπου
διδάσκονται τα ίδια μαθήματα, στις ίδιες αίθουσες διδασκαλίας, μαζί με τ’ άλλα
παιδιά της τάξης τους, με μελετημένο και ειδικά σχεδιασμένο προγραμματισμό, με
καταρτισμένα «ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα», οργανωμένα και δομημένα με τέτοιο επιστημονικό τρόπο, που να μπορούν
να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις κι ιδιαιτερότητες αυτών των παιδιών.
Μια συνεκπαίδευση επομένως, ένα
Σχολείο για όλους, λοιπόν, στόχος και προοπτική, αίτημα των καιρών αλλά
συνάμα και επιστημονική πρόκληση για την εκπαίδευση και τον εκπαιδευτικό του
σήμερα.
Η μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών μας,
εκτός εκείνων που μεταπτυχιακά έχουν σπουδές στην "Ειδική Αγωγή" ή
εκείνων που έχουν μετεκπαιδευτεί στα Τμήματα "Ειδικής Αγωγής" των
Διδασκαλείων της χώρας μας, δεν έχουν τις ανάλογες σπουδές . Αυτό δε, ελλιπώς
γίνεται και όχι βέβαια πρακτικώς στους φοιτητές των Παιδαγωγικών Τμημάτων
Δημοτικής Εκπαίδευσης (Π. Τ. Δ. Ε.) των Πανεπιστημίων μας και παντελώς στους φοιτητές που προορίζονται να
υπηρετήσουν ως εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Με συνέπεια να μη
γνωρίζουν τρόπους εκπαιδευτικής παρέμβασης για τα παιδιά με μαθησιακά
προβλήματα και τρόπους τροποποίησης προβληματικής συμπεριφοράς.
Τα Παιδαγωγικά τμήματα κι οι “Καθηγητικές”
σχολές επιβάλλεται να εντάξουν μέσα στο
καθόλου πρόγραμμά τους, σχετικό μάθημα ή και μαθήματα με πρακτική εφαρμογή,
έτσι ώστε οι φοιτητές – αυριανοί εκπαιδευτικοί – να ενημερωθούν και να εκπαιδευτούν για τον τρόπο αξιολόγησης
των παιδιών με μαθησιακά προβλήματα και "ειδικές" εκπαιδευτικές
ανάγκες με βάση το σχολικό τους πρόγραμμα και στη συνέχεια το πώς
καταρτίζονται ειδικά εκπαιδευτικά
προγράμματα και υλοποιούνται μέσα στην “κανονική” σχολική τάξη.
Για τους ήδη υπηρετούντες εκπαιδευτικούς
ή για εκείνους που έχουν τελειώσει τις σπουδές τους αλλά δεν έχουν ακόμη
διοριστεί ή τέλος πάντων δεν εργάζονται με καμία σχέση στην εκπαίδευση, θα
μπορούσε να αναλάβει την μόρφωσή τους και την επιμόρφωσή τους για το παραπάνω
αντικείμενο, το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (Ε. Α. Π. ), σε πτυχιακό αλλά και
σε μεταπτυχιακό επίπεδο, μέσα από το μοντέλο της Ανοικτής κι εξ Αποστάσεως
Εκπαίδευσης, βασισμένο στις αρχές και τις τεχνικές της εκπαίδευσης ενηλίκων.
Και τούτο το προτείνουμε επειδή :
1.
Ο
εκπαιδευτικός καθημερινά αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίζει προβλήματα στον
τρόπο εκπαίδευσης αυτών των παιδιών.
2.
Η
δομή, η υποδομή κι ο τρόπος δουλειάς των εκπαιδευτικών μας στα «συνηθισμένα»
σχολεία έτσι όπως σήμερα λειτουργούν, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια σωστής κι
επιστημονικής αντιμετώπισης των παιδιών με προβλήματα μάθησης.
3.
Οι
"φιλότιμες προσπάθειες" και ο "παιδαγωγικό-διδακτικός"
αυτοσχεδιασμός των ευαισθητοποιημένων εκπαιδευτικών δεν αρκούν.
4.
Πρέπει
να υπάρξει ενημέρωση, εκπαίδευση κι άσκηση των εκπαιδευτικών και
5.
Γιατί,
κυριότερα, δεν έχουν και δεν είχαν οι εκπαιδευτικοί στην πλειοψηφία τους,
συστηματικά μορφωθεί κι επιμορφωθεί στις "ειδικές" εκπαιδευτικές
παρεμβάσεις και στον τρόπο
"διδακτικοθεραπευτικής" αντιμετώπισης αυτών των παιδιών από τις
Ανώτατες Σχολές που φοίτησαν ή φοιτούν, εκτός από τις λίγες εκείνες περιπτώσεις
που προαναφέραμε.
Τα Π. Τ. Δ. Ε.,
οι “Καθηγητικές” σχολές, τα Περιφερειακά Επιμορφωτικά Κέντρα (Π. Ε. Κ.) σε
συνεργασία με το ΥΠ. Ε. Π. Θ. και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, αλλά και το Ε. Α.
Π. αναγκαίο είναι, να καλύψουν αυτή τη βασική, κατά τη γνώμη
μας, εκπαιδευτική ανάγκη τόσων χιλιάδων υποψήφιων εκπαιδευτικών, πτυχιούχων
εκπαιδευτικών και εκπαιδευτικών που
υπηρετούν ή που πρόκειται να υπηρετήσουν τη βασική μας παιδεία αντίστοιχα, αφού
καθημερινά θα ταλανίζονται και ταλανίζονται, θα αγωνιούν και αγωνιούν, θα
αδυνατούν και αδυνατούν να αντιμετωπίσουν σωστά κι όπως επιστημονικά
ενδείκνυται αυτούς τους μαθητές, που σίγουρα θα συναντήσουν ή που έχουν
συναντήσει, αφού το ποσοστό των παιδιών με "ειδικές" εκπαιδευτικές
δυσκολίες, σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα κυμαίνεται, ανάλογα με τη δυσκολία,
από 3% έως 25%.
Μέσα από την εμπειρία μας, έχουμε
διαπιστώσει ότι το πρόβλημα αυτό
περισσότερο το αντιμετωπίζουν εκείνοι οι
εκπαιδευτικοί που καλούνται να
εργαστούν σε επαρχιακά σχολεία, λόγω
κοινωνικο-οικονομικών και πολιτιστικών συνθηκών, αλλά και λόγω έλλειψης
εξειδικευμένων επιστημονικών φορέων.
Ο σύγχρονος, λοιπόν, εκπαιδευτικός πρέπει να
γνωρίζει τον επιστημονικό τρόπο αξιολόγησης αυτών των παιδιών και με βάση
αυτή την αξιολόγησή τους στο σχολικό πρόγραμμα, να καταρτίζει ειδικά
εκπαιδευτικά προγράμματα και να τα εφαρμόζει μέσα στην τάξη του σε
προκαθορισμένες σωστές συνθήκες δουλειάς κι εργασίας.
Η δε Θ. Ε. γι’ αυτή την εκπαιδευτική
ανάγκη θα μπορούσε να έχει τον τίτλο: «Μαθητές με προβλήματα μάθησης κι η
αντιμετώπισή τους στο ″κανονικό″ σχολείο», με περιεχόμενα :
1.
Μαθησιακές Δυσκολίες ( Μια γενική
αναφορά ).
2.
Αξιολόγηση των μαθησιακών δυσκολιών των
παιδιών με βάση το Σχολικό τους
Πρόγραμμα.
3.
Κατάσταση Βασικών γνωστικών δεξιοτήτων.
4.
Καταγραφή στόχων και κριτηρίων και
5.
Λεπτομερής σχεδιασμός, κατάρτιση κι
εφαρμογή ειδικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Επιτακτική, επομένως, φαίνεται η ανάγκη της
ενημέρωσης, κατάρτισης κι επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών μας σε θέματα που έχουν
να κάνουν με τη διάγνωση, αξιολόγηση κι αντιμετώπιση αυτών των παιδιών μέσα από
ειδικά καταρτισμένα εκπαιδευτικά προγράμματα, αφού προηγουμένως έχουν μάθει : α
) να αξιολογούν αυτά τα παιδιά με βάση το σχολικό τους πρόγραμμα, β ) να
καταρτίζουν και να υλοποιούν αυτά τα «ειδικά» προγράμματα και γ ) να ελέγχουν
την πρόοδό τους.
---------------------------------------------------------------------------------------------------
Θεόδωρος Γ. Θανόπουλος.
τ. Σχολικός
Σύμβουλος Ε.Α. Ε.
---------------------------------------------------------------------------------------------------
Βιβλιογραφία.
1.
Πρακτικά
Σεμιναρίου Ειδικής Αγωγής, ΥΠ. Ε. Π. Θ. -
UNESCO, Αθήνα 1987 – 88.
2.
Ιόνιος
Σχολή: Εισηγήσεις – 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ειδικής Αγωγής:
"Σχολείο για όλους: Συνεκπαίδευση παιδιών με και χωρίς “ειδικές”
ανάγκες", Αθήνα 1996.
3.
Ελληνικά
Γράμματα: Άτομα με "Ειδικές" Ανάγκες (Πρακτικά Διεπιστημονικού
Ευρωπαϊκού Συμποσίου), Β΄ έκδοση, Αθήνα 1995.
4.
Χρηστάκη
Κώστα : «Ιδιαίτερες δυσκολίες και ανάγκες στο Δημοτικό Σχολείο», εκδ. Ατραπός,
Αθήνα 2000.
5.
Θανοπούλου
Θεοδώρου : «Μαθητές με εκπαιδευτικές ανάγκες κι η αντιμετώπισή τους»,
Περιοδικό "Ανοιχτό Σχολείο",
τεύχος 63 / 1997, σελ. 25 – 29.
6.
Θανοπούλου
Θεοδώρου : «1η Εργασία - Θεματική Ενότητα : Ανοικτή κι εξ Αποστάσεως
Εκπαίδευση», Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (Ε. Α. Π.), Πάτρα 8
- 6 -
2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου