Θυμάμαι, όταν υπηρετούσα ως διευθυντής σε μια μεγάλη σχολική μονάδα, κατόρθωσα,
μετά από πολύωρες διαβουλεύσεις με το διδακτικό προσωπικό του σχολείου, να
παραχωρήσω ένα μικρό χώρο του σχολείου στο Σύλλογο των Γονέων και Κηδεμόνων για
γραφείο τους. Οι αντιρρήσεις, ευτυχώς μερικών εκπαιδευτικών, συνοψίζονταν στο
«επιχείρημα»: «Τι θέλουμε τους γονείς μέσα στα πόδια μας, να μας ελέγχουν ή να
στέκονται έξω από τις πόρτες των αιθουσών διδασκαλίας και να μας παρακολουθούν;»
Απίστευτο και όμως αληθινό, αλλά, ευτυχώς, ειπωμένο από μια μειοψηφία
εκπαιδευτικών που ξεχνούν ότι εκπαιδευτικοί και γονείς είναι συνεργάτες, γιατί
έχουν έναν και μόνο κοινό σκοπό (φυσικά από την πλευρά του ο καθένας) την πρόοδο
του μαθητή. Ίσως, αυτοί οι εκπαιδευτικοί να ταυτίζονται με αυτούς που αντιδρούν
σε κάθε μορφή αξιολόγησης της εκπαίδευσης γενικότερα και του εκπαιδευτικού ειδικότερα.
Είναι γεγονός ότι, όπως σε όλη την κοινωνία υπάρχει μια χαλάρωση
εφαρμογής των θεσμικών πλαισίων, έτσι και στην εκπαίδευση έχει ατονήσει σημαντικά
η εφαρμογή του νόμου που διέπει τη λειτουργία μιας σχολικής μονάδας
(πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης). Φθάσαμε, μάλιστα, στο σημείο από
την αρχή της δεκαετίας του 1980 μέχρι σήμερα, να εξισώνεται ο άριστος και
επιμορφωμένος εκπαιδευτικός με τον αμελή, αδιάφορο και με ελλιπή επιμόρφωση
συνάδελφό του (ίσως λίγοι είναι αυτοί, όμως υπάρχουν).
Στο σημείο αυτό ήταν εύλογο να διερωτηθούμε: Τι έκανε μέχρι σήμερα το Υπουργείο
Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων γι’ αυτή την κατάσταση; Προχώρησε
στην εφαρμογή προγραμμάτων παιδαγωγικής επάρκειας των εκπαιδευτικών της
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης; Είχε την πολιτική τόλμη να εφαρμόσει τις αυτονόητες
θεσμικές αλλαγές για ένα σχολείο σύγχρονο, ανοιχτό στην κοινωνία και αποτελεσματικό;
Φρόντισε να θεσπίσει ένα ισορροπημένο σύστημα μεταθέσεων και αποσπάσεων
εκπαιδευτικών ή κάθε χρόνο μετακινούσε τον εκπαιδευτικό πριν καλά – καλά
γνωρίσει το μαθητή και ο μαθητής γνωρίσει το εκπαιδευτικό, με αποτέλεσμα
ορισμένες περιοχές της επαρχίας να έχουν μετατραπεί σε κέντρα διερχομένων
εκπαιδευτικών με μέσο όρο παραμονής στο ίδιο σχολείο το πολύ ένα διδακτικό έτος;
Η απάντηση είναι ότι ποτέ το σεβαστό Υπουργείο Παιδείας δεν προχώρησε
στην έκδοση των αντίστοιχων Προεδρικών Διαταγμάτων που θα καθόριζαν τον τρόπο
και το χρόνο της εφαρμογής αυτών των αυτονόητων αλλαγών. Αντί αυτού προχώρησε
σε λαϊκίστικες κινήσεις, διορίζοντας πολλούς εκπαιδευτικούς, καθιερώνοντας
θεσμούς όπως «υπεύθυνος βιβλιοθήκης του σχολείου», «υπεύθυνος επαγγελματικού
προσανατολισμού», ωρομίσθιους για ενισχυτική διδασκαλία κτλ. Αποτέλεσμα όλων
αυτών είναι οι «υπεύθυνοι» αυτοί των διαφόρων τομέων να μην κάνουν μάθημα ή αν κάνουν
κάποιες ώρες την εβδομάδα να μην συμπληρώνουν ποτέ το ωράριό τους.
Οι ωρομίσθιοι
για την ενισχυτική διδασκαλία σπάνια κάνουν μάθημα, γιατί οι μαθητές δεν
προσέρχονται μετά από τις δύο πρώτες βδομάδες εφαρμογής του θεσμού. Ένας κύριος
λόγος είναι το γεγονός ότι δεν υπήρχε και δεν υπάρχει συντονισμός -πλην ελάχιστων
περιπτώσεων- μεταξύ του εκπαιδευτικού του πρωινού ωραρίου και αυτού της απογευματινής
ενισχυτικής διδασκαλίας για την εφαρμογή ενός προγράμματος αντισταθμιστικής
διδασκαλίας που να έχει συνέχεια και συνέπεια (σε αυτό δε φταίει και τόσο πολύ
το Υπουργείο όσο οι υπεύθυνοι που ελέγχουν την εφαρμογή των νόμων). Αποτέλεσμα
αυτού του γεγονότος είναι, ο μαθητής βλέποντας μια αποσπασματική και χωρίς πρόγραμμα
αντισταθμιστική διδασκαλία, να φεύγει από το δωρεάν μάθημα και να πηγαίνει στο ιδιαίτερο
και δαπανηρό για το γονέα μάθημα αλλά συστηματοποιημένο και σε οργανωμένο
πλαίσιο ενταγμένο.
Ο αντίλογος σε όλες αυτές τις προοδευτικές αλλαγές θα ήταν: λ.χ. Μα δε
χρειάζεται «ο υπεύθυνος της βιβλιοθήκης» σε ένα σχολείο ή «ο υπεύθυνος του
επαγγελματικού προσανατολισμού»; Βεβαίως, και χρειάζεται αλλά όμως αφού
δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις γι’ αυτό. Τη δουλειά π.χ. του
υπεύθυνου της βιβλιοθήκης θα μπορούσε κάλλιστα να την κάνει ο διοικητικός
γραμματέας του σχολείου, ή ο εκπαιδευτικός με απασχόληση μόνο 1-2 ώρες την
εβδομάδα, άλλωστε πόσα βιβλία θα δανείσει την ημέρα και πόσο χρόνο θα κάνει για
να τα δανείσει; Αναφορικά με τον υπεύθυνο του επαγγελματικού προσανατολισμού,
είναι μια θέση που δημιουργείται μετά από τη θέσπιση ενός συστήματος εισαγωγής
στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που ο μαθητής έχει ένα σαφή προσανατολισμό. Τώρα,
όπως έχουν τα πράγματα, κάθε μαθητής δηλώνει να πάει στην άλφα σχολή και σε
άλλη τελικά βρίσκεται, επομένως τι χρειάζεται ο ΣΕΠ; Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι κάποιοι ικανοί εκπαιδευτικοί να "παροπλίζονται" καταλαμβάνοντας αυτές τις άχαρες θέσεις μέσα στη σχολική μονάδα (γι' αυτό το θέμα θα επανέλθουμε σε άλλη στιγμή).
Είναι πλέον καιρός αυτός ο εργοδότης που λέγεται Δημόσιο να επιλέξει
τον εκπαιδευτικό που θα είναι άξιος, επιμελής, ευσυνείδητος αλλά να έχει και παιδαγωγική
κατάρτιση, γιατί ο σύγχρονος εκπαιδευτικός δεν πρέπει να γνωρίζει μόνο το
γνωστικό του αντικείμενο, αλλά να γνωρίζει και «ΠΩΣ» θα το διδάξει και
πρωτίστως και κυρίως να ΓΝΩΡΙΖΕΙ και ΑΥΤΟΝ που θα διδάξει. Να γνωρίζει τις
κλίσεις και τα ενδιαφέροντά του, τις ανησυχίες του, τον τρόπο του σκέφτεται,
που μιλά, που αντιλαμβάνεται, που θυμάται, που επικοινωνεί, που μαθαίνει. Κάποιοι,
πολέμιοι ίσως του θεσμού του σχολείου, ισχυρίζονται ότι, αν ο εκπαιδευτικός
παραμείνει μόνο ως πηγή παροχής γνώσης, κινδυνεύει στο άμεσο μέλλον να χάσει τη
δουλειά του και το σχολείο να απαξιωθεί. Σαν απάντηση σ’ αυτόν τον ισχυρισμό ο
εκπαιδευτικός πρέπει να προβάλει τον παιδαγωγικό του ρόλο, που τον καταξιώνει
στους μαθητές του και στην κοινωνία γενικότερα. Δηλαδή, να αγαπήσει το μαθητή, να
μιλήσει στην ψυχή του, να τον ενθαρρύνει, να αναδείξει τα θετικά στοιχεία της
προσωπικότητάς του, να τον διδάξει με το παράδειγμά του, να εμφυσήσει σ’ αυτόν
ήθος και αξίες και τέλος να τον βοηθήσει να «μάθει πώς να μαθαίνει», στοιχείο
απαραίτητο που θα τον οδηγήσει να αναζητήσει μόνος του τη γνώση (αυτομόρφωση).
Όλα αυτά που συμβαίνουν έχουν ένα και μόνο αποτέλεσμα: «Ο μεγάλος
χαμένος να είναι ο μαθητής» και φυσικά οι γονείς του που πληρώνουν ιδιωτικούς
εκπαιδευτικούς για να καλύψουν τις ελλιπείς γνώσεις των παιδιών τους. Είναι
καιρός, λοιπόν, να γίνει κάτι. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως, και οι
εκπαιδευτικοί του δημοτικού σχολείου σπουδάζουν στα παιδαγωγικά τμήματα των
πανεπιστημίων μας να γίνουν ΔΑΣΚΑΛΟΙ, έτσι και οι καθηγητές της δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης πέρα από τις βασικές σπουδές του γνωστικού τους αντικειμένου πρέπει
να αποκτήσουν και τις θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις των Επιστημών της Αγωγής
(Παιδαγωγικά, Ψυχολογία, Διδακτική κτλ.), γιατί μόνο τότε θα ελπίζουμε ότι θα
ξημερώσει ένα καλύτερο αύριο για την εκπαίδευση. Είναι πλέον καιρός (να μου
επιτραπεί η έκφραση) «να βάλουμε το άλογο μπροστά από το κάρο και όχι το κάρο
μπροστά από το άλογο». Ας ελπίσουμε ότι με τον τελευταίο Ν. 3848/2010 «Αναβάθμιση του ρόλου του εκπαιδευτικού- καθιέρωση
κανόνων αξιολόγησης και αξιοκρατίας στην εκπαίδευση και λοιπές διατάξεις» να μπουν κάποια πράγματα σε μία τάξη. Ας αναμένουμε,
γιατί ήδη η νομοθετική ρύθμιση για την παιδαγωγική επάρκεια πήρε αμέσως –
αμέσως αναβολή για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου