Για να αξιολογήσει
κανείς τη σημερινή κατάσταση στην εκπαίδευση, προκειμένου να έχει μια
ολοκληρωμένη και σαφή εικόνα, πρέπει κατά την άποψή μας να έχει ένα μέτρο
σύγκρισης και συνήθως το μέτρο αυτό πρέπει να το αναζητήσει σε εμπειρίες του
παρελθόντος. Συγκρίνει, λοιπόν, αυτές τις δύο καταστάσεις (τις καταστάσεις του
χθες και τις καταστάσεις του σήμερα) και αποφαίνεται. Οι νέοι λοιπόν
εκπαιδευτικοί που δεν έχουν τις εμπειρίες του παρελθόντος πρέπει ή να
μελετήσουν την Ιστορία της Ελληνικής Εκπαίδευσης ή να ακούσουν τους πιο παλιούς
εκπαιδευτικούς. Ως παλιός λοιπόν εκπαιδευτικός δικαιούμαι να εκθέσω τις απόψεις
μου για την σημερινή κατάσταση στην εκπαίδευση, τα πρόσφατα γεγονότα που
σχετίζονται τόσο με την αξιολόγηση όσο και με τις παρεμβάσεις άσχετων προσώπων
με την εκπαίδευση, κάνοντας κατ’ αρχήν μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν.
Για να διοριστεί κάποιος ως εκπαιδευτικός στις
αρχές της δεκαετίας του 1970 έπρεπε πρώτα να αποφανθεί το Ειδικό Συμβούλιο
Νομιμοφροσύνης του Υπουργείου Παιδείας, αν είναι ή όχι «νομιμόφρων». Παλιότερα,
φυσικά, τα πράγματα ήταν χειρότερα. Ο διορισμός, η εξέλιξη και η μετάθεση του
εκπαιδευτικού εξαρτιόταν, τις περισσότερες φορές, και από τις πολιτικές
πεποιθήσεις του. Έτσι, αν οι «Βασιλικοί» ήταν στην εξουσία και κάποιος
«Βενιζελικός» δάσκαλος επιθυμούσε π.χ. μετάθεση, για να μετακινηθεί κοντά στο
χωριό του, έπρεπε να επιστρατεύσει τις «μεγάλες δυνάμεις» (τις πολιτικές εννοώ)
για να ικανοποιηθεί το αίτημά του. Επίσης, για την προαγωγή του ήταν απαραίτητη
η έκθεση αξιολόγησης από έναν επιθεωρητή, που αρκετές φορές δεν αξιολογούσε τον
δάσκαλο με αντικειμενικά κριτήρια αλλά με βάση τις πολιτικές του πεποιθήσεις
(Διαβάστε ένα περιστατικό που δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο (http://teleytaiothranio.blogspot.gr/2012/11/blog-post_1345.html,
«Το τελευταίο Θρανίο της Πάτρας»).
Μετά την μεταπολίτευση (1974) οι διαδικασίες
αυτές άρχισαν να εκλείπουν. Οι διορισμοί γίνονται κανονικά από μια επετηρίδα
(διατηρείται εν μέρει μέχρι και σήμερα) και τίθενται οι βάσεις για την
αξιοκρατικότερη επιλογή των εκπαιδευτικών μέσα από τις διαδικασίες του ΑΣΕΠ. Οι
μεταθέσεις πραγματοποιούνται με βάση τα μόρια που είχε συγκεντρώσει ο
εκπαιδευτικός. Οι επιθεωρητές καταργούνται και η αξιολόγηση μπαίνει στο
«χρονοντούλαπο» της ιστορίας και παραμένει μέχρι σήμερα. Οι σχολικοί σύμβουλοι
(ένας θεσμός που αντικατέστησε τον επιθεωρητή ως προς τα επιστημονικά του
καθήκοντα) λειτουργούν θετικά σε γενικές γραμμές με οργάνωση εκπαιδευτικών
σεμιναρίων και ημερίδων (στο μέτρο που ο καθένας είχε τη δυνατότητα και τα
προσόντα να πραγματοποιήσει), διώχνουν το άγχος από τους εκπαιδευτικούς που
δημιουργούσε ο καταπιεστικός επιθεωρητής, αλλά περιορίζονται (στο τομέα της
αξιολόγησης) να μοιράζουν μόνο «συγχαρητήρια» και «εύθυμες μνείες» σε
εκπαιδευτικούς που διακρίνονται χωρίς φυσικά κανένα αντίκρισμα για την
υπηρεσιακή τους εξέλιξη.
Στον τομέα των σπουδών
των εκπαιδευτικών γίνονται σημαντικές αλλαγές. Οι νέοι εκπαιδευτικοί της
πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σπουδάζουν για τέσσερα χρόνια στα πανεπιστήμια, πολλοί
μάλιστα από αυτούς διαθέτουν και μεταπτυχιακούς τίτλους. Επίσης, οι σημερινοί εκπαιδευτικοί
πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έχουν συμμετάσχει σε πολλά
επιμορφωτικά σεμινάρια για τις νέες διδακτικές προσεγγίσεις και τη χρήση των
νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση και έχουν στην διάθεση τους σύγχρονα
προγράμματα σπουδών, διδακτικά βιβλία και αρτιότερη υλικοτεχνική υποδομή. Μειώνεται
το ωράριο των εκπαιδευτικών και ο αριθμός των μαθητών κατά τάξη και τέλος,
διορίζονται εκπαιδευτικοί ειδικής αγωγής και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επομένως,
έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου στους τομείς αυτούς. Απομένει, φυσικά, να
αρχίσει η εφαρμογή του προγράμματος απόκτησης του πιστοποιητικού παιδαγωγικής
κατάρτισης, ένα μέτρο πολύ σημαντικό, που είμαι σίγουρος ότι θα μεταβάλει
απόψεις και στάσεις σε πολλούς εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης.
Περιγράφοντας όλες
αυτές τις μεταβολές που σημειώθηκαν στην εκπαίδευση καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι
βελτιώσαμε σημαντικά τις σπουδές των εκπαιδευτικών, καλυτερεύσαμε τις συνθήκες
της εκπαίδευσης αλλά – είναι γεγονός ότι - περάσαμε πολύ γρήγορα από ένα ελεγχόμενο
και τιμωρητικό καθεστώς σε ένα καθεστώς δημοκρατικό μεν αλλά ισοπεδωτικό και εν
μέρει μη ελεγχόμενο. Περάσαμε, δηλαδή από το ένα άκρο στο άλλο σ’ αυτόν τον
τομέα.
Όλοι οι εκπαιδευτικοί
για το Υπουργείο εργάζονται και αποδίδουν το ίδιο γι’ αυτό και η βαθμολογική
και η μισθολογική τους εξέλιξη είναι ακώλυτη. Σαν συνέπεια αυτού του γεγονότος
είναι οι διαδικασίες της επιλογής των στελεχών της εκπαίδευσης να στηρίζονται
μόνο στα μετρίσιμα στοιχεία και στη συνέντευξη, αφήνοντας κατά μέρος τις
επιδόσεις των εκπαιδευτικών στα καθημερινά τους καθήκοντα.
Κατά καιρούς πολλοί
υπουργοί Παιδείας επιχείρησαν να ψηφίσουν νόμους θέσπισης της αξιολόγησης, οι
οποίοι ψηφίζονταν από την Εθνική Αντιπροσωπία, αλλά ποτέ δεν εκδίδονταν τα αντίστοιχα
προεδρικά διατάγματα. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών ματαίωναν
όλες αυτές τις προσπάθειες. Το θέμα της αξιολόγησης άρχιζε να ωριμάζει και
σήμερα βρισκόμαστε στο σημείο που η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας
είναι έτοιμη να εκδώσει το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα, χωρίς φυσικά να λείπουν
οι αντιδράσεις της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ.
Μέχρι σήμερα το
επιστημονικό έργο των εκπαιδευτικών δεν αξιολογείται. Δεν υπάρχουν
καταγεγραμμένες και τεκμηριωμένες απόψεις για κάθε εκπαιδευτικό με αποτέλεσμα
άσχετοι κοινωνικοί παράγοντες να παρεμβαίνουν στη σχολική τάξη και να κρίνουν
τους εκπαιδευτικούς με βάση τις δικές τους (πολιτικο-κοινωνικές κτλ. θεωρήσεις)
δημιουργώντας εντυπώσεις στην κοινωνία και διασύροντας τους ίδιους τους
εκπαιδευτικούς που προσπαθούν, πολλές φορές, να εφαρμόσουν καινοτόμες δραστηριότητες
στην τάξη τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Νηπιαγωγού
του Νυδρίου Λευκάδος, μιας εκπαιδευτικού που εφάρμοζε πλήρως το αναλυτικό
πρόγραμμα, αλλά απλώς τις εκπαιδευτικές της δραστηριότητες τις αγνοούσαν οι
αρμόδιοι προϊστάμενοί της, με αποτέλεσμα να διατάσσουν ΕΔΕ για μια εκπαιδευτικό
που φαίνεται ότι εργάζεται με ζήλο και είναι αγαπητή από τους γονείς και τους
μαθητές της.
Είναι πλέον καιρός το
σύστημα να ισορροπήσει. Υπάρχει και η μέση οδός, η χρυσή τομή, για να
χρησιμοποιήσουμε μια μαθηματική έκφραση. Ας
αρχίσει μια προσπάθεια αξιολόγησης όλων των εμπλεκομένων φορέων της εκπαίδευσης
και μάλιστα θα έλεγα η αξιολόγηση αυτή να αρχίσει από πάνω προς τα κάτω. Οι
πάντες πρέπει να αξιολογούνται αντικειμενικά. Να υπάρξουν όσο το δυνατόν
μετρίσιμα στοιχεία, η εκτίμηση του εκπαιδευτικού έργου να γίνεται από
περισσότερα άτομα με προσόντα, οι
αιρετοί εκπρόσωποι των κλάδων να συμμετέχουν στα συμβούλια επιλογής χωρίς ψήφο,
να υπάρξει επιμόρφωση των στελεχών πάνω στα θέματα της αξιολόγησης, να έχει ο
εκπαιδευτικός δικαίωμα ένστασης και τέλος το αποτέλεσμα της αξιολόγησης να
λειτουργεί ανατροφοδοτικά.
Είναι πλέον καιρός να
αμειφθούν αυτοί που δίνουν την ψυχή τους καθημερινά στο στίβο της εκπαίδευσης.
Είναι ανάγκη, γιατί οι εκπαιδευτικοί έχουν υποστεί σημαντικές ενιαίες
και οριζόντιες
οικονομικές απώλειες με αποτέλεσμα να έχουμε σήμερα κραυγαλέες ανισότητες
μεταξύ νεοδιόριστων εκπαιδευτικών και εκπαιδευτικών με αρκετά χρόνια υπηρεσίας
και επιπλέον (λόγω έλλειψης πιστώσεων για όλους ανεξαιρέτως τους
εκπαιδευτικούς) να έχουν παγώσει κάθε είδους αυξήσεις λόγω υπηρεσιακής
εξέλιξης. Αποτέλεσμα όλων αυτών των καταστάσεων είναι να χάνεται κάθε ελπίδα,
στους νέους κυρίως εκπαιδευτικούς. Το κριτήριο της αρχαιότητας και βέβαια είναι
σεβαστό αλλά δεν είναι το κύριο.
Ένα δίκαιο σύστημα
αξιολόγησης το έχουν ανάγκη τόσο οι έλληνες εκπαιδευτικοί, που στην
πλειονότητάς τους εργάζονται με ευσυνειδησία, όσο και η εκπαίδευση. Είναι πλέον
καιρός!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου